εισοδος

εισοδος
    εἴσοδος
    εἴσ-οδος
    ион. и староатт. ἔσοδος ἥ
    1) вход
    

(ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὴ τῆς εἰσόδου Plut.)

    2) право входа
    

(παρὰ βασιλῆα Her.)

    3) проникновение
    

(ἥ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοέ καλεῖται Arst.)

    4) прибытие, поступление
    

(τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat.)

    5) приход, посещение
    

(τινος Eur., Lys.)

    6) поступления, доход
    

(εἴ. καὴ ἔξοδος Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εισοδος" в других словарях:

  • εἴσοδος — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»